Новогреческий словарь
μισοπαράνομος
μισοπαράνομ|ος
полулегальный
;
~η κατάσταση — полулегальное положение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полулегальный
? —
μισοπαράνομος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μισοπαράνομος
? — полулегальный
#
(ново)греческий словарь
—
μαραμένος
—
αθάμβωτος
—
δενδροειδής
—
κατασβεννύω
—
περίστροφο
—
υποκρούω
—
αμόλυντα
—
εκλεπισμός
—
ακοφτος
—
περιληψούλα
—
ανηολόγητος
—
ρινολογία
—
αφηγηματικά
—
κλεπτομανία
—
ουδόλως
—
απολύομαι
—
κεφαλαιοποιώ
—
προπαγανδιστής
—
περισσώς
—
ράσμπα
—
κοτζάμπασης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве