|
белеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белеть? — λευκάζω как с (ново)греческого переводится слово λευκάζω? — белеть — ρητορική — ανέργαστος — τεχνοκρίτης — αγυιόπαιδο — φιλιούμαι — μπετονόπροκα — σφριγώ — μολυβδογραφίς — αθαλάσσωτος — ξεμαρκάρω — σιδηροδρομικός — αλίχνιστος — μεγάτιμος — μελανείμων — φορολογώ — απεμπόληση — ιστοθέτηση — αρριχτος — μεγαμπέρ — σιφονιέρα — μυρμηκικός |
|||