Новогреческий словарь
πυρακτώνομαι
πυρακτώνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυρακτώνομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άκμονας
—
διάφανος
—
κακοθανασία
—
ρυπαντικά
—
ουρηθροσκοπία
—
ασθενοφόρο
—
κοντόμαλλο
—
κόπτω
—
υποβλητός
—
μοναρχικά
—
μοσχολίβανο
—
αυθαίρετα
—
τσεκούρα
—
αντικρείνω
—
στόμωμα
—
μίσεμα
—
αφτρα
—
ακοίμιστος
—
πατουλιά
—
γκρεμά
—
νυχτομπάτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве