|
алтайский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово алтайский? — αλταϊκός как с (ново)греческого переводится слово αλταϊκός? — алтайский — παλαιογραφικώς — οινοπνευματομετρία — ζωτικότητα — σκιρωνοζέφυρος — ρασιστικός — ανοιχτόκαρδος — φλεγματώδης — υπάγομαι — χοχλάδι — γκρεμιστής — βιασύνη — ασύγχυστος — υπομειδίαμα — οντογονία — πουκαμισάκι — δεσμιδωτός — συνεδρία — καυκί — διπλότυπο — αδόξαστος — βιοτεχνικος |
|||