Новогреческий словарь
προθεσμία
προθεσμία
η
срок
;
η τελευταία ~ — крайний срок
;
καταθέσεις επί ~ — срочные вклады
;
φτάνει (λήγει) η ~ — наступает (истекает) срок
;
πρίν τήν ~ или πριν λήξει η ~ — досрочно
;
πρό τής ~ς — досрочный
;
στήν ~ — в срок, к сроку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
срок
? —
προθεσμία
как с
(ново)греческого
переводится слово
προθεσμία
? — срок
#
(ново)греческий словарь
—
χρονόμετρο
—
έγκυος
—
συγγενής
—
ευμεταποίητος
—
αμφιλύκη
—
παρατηρητής
—
δερμάτινος
—
διυφαίνω
—
ονομαστικός
—
Αμαζόνα
—
ψύχραιμα
—
μπουμπουνητό
—
Αιολείς
—
παράγοντας
—
προκοπή
—
κιγκλιδώνω
—
πέννα
—
λοφιοφόρος
—
διασπάθιση
—
βωτριδοφαγωμένος
—
επαναπαύομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве