|
το вол (чаще маленький) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вол? — γελάδι как с (ново)греческого переводится слово γελάδι? — вол — φρικάρω — περασιά — κοινολόγηση — αγαθιάρης — δαμαλάκι — επιλογή — λευχαιμία — θολαίνω — αντιτυφικός — υποψήφιος — παξιμάδιασμα — καλοκυρά — κρυπτογραφώ — διαρρυθμίζω — μίσος — σκοτούρα — γυψοπλάστρια — τεμαχισμός — αγαπός — προγύμνασμα — πορφυρίζω |
|||