Новогреческий словарь
περήφανος
περήφαν|ος
гордый
;
είμαι ~ — гордиться
;
===
είμαι ~ στ' αυτιά или έχω ~ο αυτί — плохо слышать; быть глухим
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гордый
? —
περήφανος
как с
(ново)греческого
переводится слово
περήφανος
? — гордый
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοπροσωπογράφος
—
σειριά
—
τραγοπόδαρος
—
συμποσίαρχος
—
χολοποιητικός
—
αποπληρώνω
—
θεαματικότης
—
κλαίομαι
—
μερονύχτι
—
κρικωτός
—
σακί
—
δίστομος
—
εμπορορρόπτης
—
απογλυκαίνω
—
ναστόχαρτο
—
βύσσινο
—
καρτόνι
—
μετεωρολογικός
—
μαντζουράνα
—
χαιρεκακώ
—
μπάσο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве