|
кивком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кивком? — γνεφτά как с (ново)греческого переводится слово γνεφτά? — кивком — άμμα — Βουλγαρία — παιδισμός — πλατάνι — φιλολαϊκός — αγχέμαχος — δέσμιος — εμμτινόρροια — κληρονομικά — παρελαύνω — νυστέρι — αδασμολόγητος — ιεράρχης — εξευγενισμός — ματαιολογώ — πασίδηλος — κοιμίζω — εργοστάτης — λύγος — καλλικέλαδος — βάσιμο |
|||