Новогреческий словарь
δίοπτρα
δίοπτρα
τα 1)
бинокль
;
2) уст.
очки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бинокль
? —
δίοπτρα
как на
(ново)греческом
будет слово
очки
? —
δίοπτρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίοπτρα
? — бинокль, очки
#
(ново)греческий словарь
—
διμηνίτισσα
—
ξιφομάχαιρα
—
απόηχο
—
μικροφάγα
—
λερώνω
—
πρωτογέννητος
—
συννεφόκαμα
—
γραμματοθυλάκιον
—
ατμοποίηση
—
φετίς
—
προδίνω
—
ξεμεσημεριάζομαι
—
μπεκρουλιάζω
—
σαλταρισμένος
—
φάλαγγα
—
ζυγοστάθμησις
—
ετήσιος
—
βαριεστιμάρα
—
εικοσαράκι
—
γεροηλιάκος
—
φράγκικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве