|
ο береговая опора моста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово береговая опора моста? — έποχθος как с (ново)греческого переводится слово έποχθος? — береговая опора моста — δημοσιονομικός — θρησκευτικός — επιστομώ — αεροσίφων — μακελάρης — σταθμάρχης — σβήνω — χορευτά — ράφτρα — τρόπος — ανθολόγος — απόγδυμα — κάλιο — μαγκούρα — έμπνευση — στρέμμα — ανόρεχτα — ανεπικοινώνητος — εικασία — θαματουργός — αγένεια |
|||