Новогреческий словарь
κατασταλαχτή
κατασταλαχτή
η
щёлок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щёлок
? —
κατασταλαχτή
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατασταλαχτή
? — щёлок
#
(ново)греческий словарь
—
βάρυθυμω
—
συμβιβάζω
—
ψευδοπαράθυρον
—
ασυμμέτρως
—
ταυτισμός
—
αποκατάσταση
—
διάκλυσμα
—
κλιμακωτά
—
ίντερνετ
—
στενώ
—
λιοτρίβης
—
ξυλογραφικός
—
μάσηση
—
καμαρωτός
—
τριβολίζω
—
βουτυριακή
—
θελα
—
κεντήστρα
—
κουλούρι
—
επικρέμαση
—
αξάφριστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве