Новогреческий словарь
αναπηρώ
αναπηρώ
калечить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
калечить
? —
αναπηρώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναπηρώ
? — калечить
#
(ново)греческий словарь
—
αριθμίζω
—
αγροληψία
—
προφυλάσσω
—
πaτρόνα
—
ανοιχτόχρωμα
—
διακοσιοστός
—
παρεξηγούμαι
—
παράμερα
—
θερμοστάτης
—
επανάπλους
—
ροδοκόκκινος
—
ακανθίς
—
εως
—
τραγήσιος
—
υπογειάκι
—
σημάδι
—
μετρολόγος
—
φλύκταινα
—
εικοσάλεπτο
—
σημαίνω
—
φιλοσοφικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве