Новогреческий словарь
δίσφαιρο
δίσφαιρο
το спорт.
гантель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гантель
? —
δίσφαιρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίσφαιρο
? — гантель
#
(ново)греческий словарь
—
εφευρέτης
—
άμυνα
—
αγκαθάρα
—
κροσσωτός
—
αλυσώνω
—
παράγραφος
—
εξομαλίζω
—
ρεμβασμός
—
παροχή
—
Ευμενίδες
—
αποχρωμάτισμός
—
εύκλεια
—
υπεκμισθώνω
—
αλίγδιαστος
—
ασπρογάλιασμα
—
ενδυναμώνω
—
αιδημοσύνη
—
γίγγλυμος
—
διοικήτρια
—
παλαιοανθρωπολογία
—
λογοφέρνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве