Новогреческий словарь
δαφνέλαιο
δαφνέλαιο
Δαφνέλαιο - лавровое масло
[δάφνες] лавр [λάδι] масло
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαφνέλαιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
προσημειώνω
—
τηλεόραση
—
προσδόκιμα
—
θεραπευτήριο
—
τυφλώττω
—
υφέν
—
παραμελημένος
—
χαλκευτήριον
—
ροδάκινο
—
θαμπογυαλίζω
—
αφηγητής
—
αναστρέφω
—
ξεμοντάρω
—
λυπομανής
—
μαρουλοσαλάτα
—
παρακάμπτω
—
μετάλλευση
—
παρόδιος
—
καταδότης
—
προξενιά
—
άκρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве