Новогреческий словарь
Κολωνάκι
Κολωνάκι
το
Колонаки
(аристократический квартал Афин)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
Колонаки
? —
Κολωνάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
Κολωνάκι
? — Колонаки
#
(ново)греческий словарь
—
υπόθερμος
—
κομμωτικός
—
ανδραπόδιση
—
ίον
—
υδροπρίονο
—
κτηριολογικός
—
καταμεσίς
—
ανυφάντρα
—
ξεβοτανίζω
—
αφιλονίκητος
—
θρησκευτικός
—
λυσσάω
—
δοκιμή
—
δασερός
—
μακροκλιματολογία
—
καθησυχαστικός
—
ευκατασκεύαστος
—
πολυζωία
—
αποχωρώ
—
πετρογένεση
—
κρινόλευκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве