|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυτεργάτης? — — παστό — ατροποποίητος — μώμος — συνεταιρικός — χρεώνω — ζυγόλουρο — έρωτας — ελευθερόφρων — υπνιάρα — λαντουρίζω — δίσημος — κοπιάρισμα — τροφή — δραματουργώ — ακοόμετρο — ατμόιππος — κοινοποιώ — λαμπάδιασμα — προγαμιαίος — αυλακωτός — αβεβήλωτος |
|||