Новогреческий словарь
στοιχειοθετώ
στοιχειοθετώ
полигр.
набирать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
набирать
? —
στοιχειοθετώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
στοιχειοθετώ
? — набирать
#
(ново)греческий словарь
—
αργυροστόλιστος
—
εμπυριοθήκη
—
εξαρτισμός
—
συμπαρασύρω
—
αναζητάω
—
διασώστρια
—
συντροφιαστά
—
αυτοξείδωση
—
βελονωτός
—
αλληλασφάλεια
—
δήθεν
—
καψυλλίωση
—
χωριατοφέρνω
—
ψιττακισμός
—
διπλάρμπουρος
—
τυπωτικά
—
φατσούλα
—
σπιθούρι
—
εξαπολύομαι
—
γανωματής
—
σπουδασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве