|
ο канцлер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово канцлер? — καγκελλάριος как с (ново)греческого переводится слово καγκελλάριος? — канцлер — αθεωσύνη — αποσχηματισμός — ενέθηκα — οξαλίδα — ακουρασιά — επισιτιστικός — βληματαποθήκη — πινελλάρισμα — στύβω — κύλισμα — επίχωση — απηκριβωμένος — δισκοπρίονο — αθάρευτος — πήδημα — ψυχοφυσικά — στάμνα — αναμειγνύω — πληθυντικός — χαραγή — συστοιχίζω |
|||