Новогреческий словарь
αμούχλιαστος
αμούχλιαστ|ος
незаплесневевший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незаплесневевший
? —
αμούχλιαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμούχλιαστος
? — незаплесневевший
#
(ново)греческий словарь
—
συνειδητότητα
—
εντεροπάθεια
—
φυλακώνω
—
ευχαριστήριος
—
μεγεθυντικός
—
αναλάμπω
—
φυλλάριο
—
οικοκυρικός
—
γρηγορόσημο
—
επικυριαρχικός
—
πραγματιστής
—
ξεσκέπαστος
—
έχθρητα
—
ηλεκτρόμετρο
—
ευθυντήρας
—
κοινωνία
—
σεβνταλής
—
εικοσάλεπτο
—
ξανθαίνω
—
ιρανικά
—
ασαμάρωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве