Новогреческий словарь
μακαρόνι
μακαρόνι
το чаще мн.ч.
макароны
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
макароны
? —
μακαρόνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακαρόνι
? — макароны
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοπροωθούμενος
—
αποκαμωμός
—
ασαστος
—
σπορίτης
—
ολιγοπιστία
—
πλαγκτόν
—
κούμαρο
—
θαλασσοπνιγμένος
—
βουβός
—
φασολιά
—
κρεμάμενος
—
λαχείο
—
κοινολογώ
—
σείσιμο
—
αλιόφως
—
λεφτουδάκια
—
σταμπάτος
—
υπέρθερμος
—
αναπόδραστον
—
τροχόσπιτο
—
αποκοιμάμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве