|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Καναδέζα? — — σέσουλα — αγροτικός — λογχοφόρος — πελεκητής — τάττω — σήκωση — θήλυ — ελικοτομώ — εγωλάτρης — ψόφος — νήμα — φωτογένεια — ανεπιτήρητος — υπερωρία — χλίανση — ποταμόψαρο — παράξενα — αστερέωτος — αλλόφωνος — εξεύρον — λογουχάρη |
|||