Новогреческий словарь
επηνέχθην
επηνέχθην
παθ. αόρ. от επιφέρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επηνέχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναδένω
—
αναστρεπτήρας
—
σαμουρόγουνα
—
ζάκχαρις
—
εμπυρέας
—
κακά
—
πυρετώδικα
—
ποθεινός
—
φίλτρο
—
ογδόντα
—
ψηλοκρατιουμαι
—
ωτολογικός
—
αρσίζης
—
οβελός
—
αμυγδαλωτό
—
οξειδωτής
—
κτήριο
—
τοπαρχία
—
κρυσταλλοειδής
—
αστενειάρης
—
συναρπάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве