Новогреческий словарь
ονοματικός
ονοματικός
именной
;
~ προσδιορισμός — грам. именное определение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
именной
? —
ονοματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ονοματικός
? — именной
#
(ново)греческий словарь
—
διασαλπίζω
—
γαλακτοποιός
—
θεότητα
—
μεταλλαγή
—
νηστεύτρια
—
κήρινος
—
φεγγαράδα
—
προέλληνας
—
δεινός
—
προσανατολισμός
—
παραδοξολογία
—
αρβαλάω
—
αθυμία
—
λογού
—
λησμονώ
—
στρέφομαι
—
ταπεινότητα
—
ρεπανάκι
—
επαυξάνω
—
οπερατέρ
—
υπέρφορτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве