|
именной; ~ προσδιορισμός — грам. именное определение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово именной? — ονοματικός как с (ново)греческого переводится слово ονοματικός? — именной — καρατάρω — γελαστρια — νάγια — πυροδότηση — αβωλοκόκοπος — ανεπίσχετος — μερσίνι — πενταφωνία — κρυφοκοιτάζομαι — οχτακοσαριά — οδοκαθαρίστρια — σκαρφαλωτός — σφαδάζω — κοκκώδης — κοτόψειρα — φασματικός — ποταμόχωστος — ισοβίτισσα — κολλυβισμός — μπαϊρακτάρης — βραχίων |
|||