|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξενόφερτος? — — γερμανοθρεμμένος — συρμακέζης — συνοίκηση — απογειώνω — σταματώ — φανελλάς — αδιαχώρητος — σοκακάς — ουροφόρος — βαλαλάϊκα — αδρώς — υποσέλιδο — ελαιουργείο — ημίωρο — σανιδωτός — αδιασάφητος — μπογιάντισμα — στασίασμός — Αικατερίνμπουργκ — εξυψωτικός — αμόρφωτος |
|||