|
το галька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галька? — βότσαλο как с (ново)греческого переводится слово βότσαλο? — галька — περιοδικότητα — ημεραλωπία — βερνίκωμα — εξαχνίζω — πραγματισμός — δορυφορία — σπείρωμα — υαλοτεχνία — γλαρίς — παράταξη — καθολικεύω — καμπτός — αστρομετρία — λασκάρω — μονοχρώματος — τρελλοκομείο — εξηνταβελόνα — λόγιασμα — ακριβά — χαμαίζηλος — παραγεράζω |
|||