|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινολογικώς? — — ανθυγιεινότητα — νεκρόπολη — ανορωτώ — δηνάριο — βρες — μαρτύριο — δέντρωνομαι — μασούρισμα — λεμβίτης — χειροβομβιστής — ασυγχωρεσιά — αρχαία — μυρώνω — συμφυής — κιτρινιάζω — κόφτω — ξεθαρρεύομαι — αεροστατική — αύλαξ — αρχοντοξεπεσμένος — ξεπεταρούδι |
|||