Новогреческий словарь
αυτορρυθμιστήρας
αυτορρυθμιστήρας
(-ήρος) ο
генератор переменного тока
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
генератор переменного тока
? —
αυτορρυθμιστήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτορρυθμιστήρας
? — генератор переменного тока
#
(ново)греческий словарь
—
τρισέγγονο
—
σχετικοκρατία
—
ανοσολογία
—
Πανελλαδικός
—
αστροβολιά
—
γενναιότητα
—
μάσκα
—
επιρχιώτικος
—
ανασκουμπωμένος
—
γινατσιάρικα
—
ωοπλαστία
—
λαιμόκοψη
—
κρυσταλλοτεχνία
—
λοξίας
—
χνουδερός
—
παιδοψυχίατρος
—
βουρκοτόπι
—
μουνί
—
συνήθεια
—
ένδακρυς
—
Ρωσοπόντια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве