Новогреческий словарь
βεντάγια
βεντάγια
η
веер; опахало
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
веер
? —
βεντάγια
как на
(ново)греческом
будет слово
опахало
? —
βεντάγια
как с
(ново)греческого
переводится слово
βεντάγια
? — веер, опахало
#
(ново)греческий словарь
—
διαβόητος
—
αιωρούμαι
—
ανδροπρεπώς
—
δικάζομαι
—
Σεπτέμβρης
—
δεντροστόλιστος
—
βομβακιάζω
—
δεκατριπλάσιος
—
αειφορία
—
ασαστος
—
βελέσι
—
ελειογενής
—
επισημείωση
—
ακούω
—
πλεκτική
—
αλησμονησιά
—
προαγγελία
—
επιβουλή
—
σύξυλος
—
στραγγαλισμός
—
αράκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве