|
покрывать (об овцах, козах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покрывать? — μαρκαλίζω как с (ново)греческого переводится слово μαρκαλίζω? — покрывать — νοτισμός — εισαγωγή — κολίτις — μινίστρος — υποδηματοβιομηχανία — στραβώνομαι — ομολογητής — προειδοποιημένος — γύψος — ερωτηματολόγιο — θελεμός — σεχταριστικά — αυτοκινητέλαιο — επασχολούμαι — κοντόμαλλο — παραλίμνιος — φάσκελο — ιχνογραφία — διανοητικότητα — ζωντοχήρα — φασματοσκόπιο |
|||