|
лингв. свистящий; ~ικά σύμφωνα — свистящие согласные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свистящий? — συριστικός как с (ново)греческого переводится слово συριστικός? — свистящий — παραβγάζω — δίνομαι — απειλητικός — σουτάς — τέλειωμα — νικέλωμα — υψιπετής — αναφωνητό — ολοκαύτωμα — Αφροδίτη — κατηχητική — όμοιος — δημαρχώ — δεόντως — ακαταλληλότητα — πεταλοειδής — λούμπούνι — ψυχομαχώ — αγγειεκτασία — μαυρόψαρο — προγεμένος |
|||