|
реконструктивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реконструктивный? — αναδιαρθροκικός как с (ново)греческого переводится слово αναδιαρθροκικός? — реконструктивный — μηχανόλαδο — ενοποιός — παραβολοειδής — γλωσσαράς — διατάραξη — εφτάδυμος — αναγόμωση — έγκυρος — ελαιοκομείον — ακάτιον — επικατάρατος — ζέγουνας — παραδειγματίζομαι — καυστηρατζής — τρυφή — σατανιστικός — μονοθάλαμος — σοϊλήτικος — κολαούζος — ταράζομαι — αναγνώστης |
|||