|
вересковый, похожий на вереск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вересковый? — ερεικοειδής как на (ново)греческом будет слово похожий на вереск? — ερεικοειδής как с (ново)греческого переводится слово ερεικοειδής? — вересковый, похожий на вереск — πριονιστικός — αντενδείκνουμαι — περίσωση — ταραχτικός — εκλαμβάνω — επαναστατικός — αυτοκρατορικός — κλαδολογάω — διακελεύομαι — στροβιλογεννήτρια — ευπορώ — αμόλευτος — απόγειος — υπόθεμα — σπινθηριστής — επικάλυψη — αναγεννώμενος — βυσσινί — ιππεύς — αρωματικός — στάθμιση |
|||