|
пшеничный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пшеничный? — σιταράτος как с (ново)греческого переводится слово σιταράτος? — пшеничный — ευρεσιτέχνης — ξιφισμός — γνωσιολογικός — άβαφτος — εδώδιμα — μυελός — κατεβασμένος — δασυγένειος — μεθοδισμός — μίανσις — αρχεγονία — νεοελληνικά — ασυντρόφιαστος — υδρολήπτης — κουφαλωτός — σουβενίρ — βιοπαλαιστής — λιθογραφώ — εμπύρετος — υδροστάτης — μπλεγμένος |
|||