Новогреческий словарь
ημιτριώροφος
ημιτριώροφ|ος
двухэтажный с цоколем
(о доме)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двухэтажный с цоколем
? —
ημιτριώροφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημιτριώροφος
? — двухэтажный с цоколем
#
(ново)греческий словарь
—
εκτομίς
—
δακρυόρροια
—
ωολεύκωμα
—
υπουργώ
—
ιδιόχειρος
—
εξαχρειώνω
—
επτάφωτος
—
πολυσπερμία
—
βραχυβιότητα
—
σκώληξ
—
δραστικός
—
κατσαβίδι
—
εμπειριστής
—
καβαλίκεμα
—
ηρωϊκός
—
επιπροσθώ
—
καρεκλοπόδαρο
—
λαζάνια
—
σχηματισμός
—
απαλλακτικός
—
εμμηνοληξία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве