Новогреческий словарь
ασφαλιστήριος
ασφαλιστήρι|ος
страховой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страховой
? —
ασφαλιστήριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφαλιστήριος
? — страховой
#
(ново)греческий словарь
—
βυνοποιία
—
ενίοτε
—
έλκυση
—
οινοβαφής
—
μπογιατζής
—
κάψα
—
αμπελώδης
—
δυσόρατος
—
ασύνταχτος
—
τουρκοτέκο
—
ληστρικός
—
εκδυμα
—
φραντζολίτσα
—
επιμεριστικός
—
αποτίμηση
—
καμπούρικος
—
δικαστικά
—
δηλητηριασμένος
—
εκείθες
—
οζονίζω
—
ενθάπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве