|
το 1) скандал; δημιουργώ ~ — поднимать, устраивать скандал; κάνω ~ — скандалить; 2) интрига; βάζω ~α — интриговать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скандал? — σκάνδαλο как на (ново)греческом будет слово интрига? — σκάνδαλο как с (ново)греческого переводится слово σκάνδαλο? — скандал, интрига — βρασίλα — βουνοποριά — καλυμμαύχιο — βωμολοχία — ρετούς — κρεμάμενος — ατσαλώνω — δυσμηνόρροια — κρέμαση — αδιασαφήνιστος — πόλισμαν — ξεγλιστρώ — κακοανατεθραμμένος — χιλιο- — πιεστόν — ανθός — αρμολόγημα — αγκαθοτόπι — υπομοίραρχος — ζωοτεχνία — τουφέκι |
|||