|
тормозить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тормозить? — τροχοπεδώ как с (ново)греческого переводится слово τροχοπεδώ? — тормозить — αναθάλπω — τρόφιμο — καταρτίζω — νεφρίτης — ξεμυαλίζομαι — ιώβειος υπομονή — δέλεαρ — εξομαλύνω — λεϊσμανίασις — πλίνθωμα — μπέμπελη — παντογράφος — εκχυτήρας — αυξημένος — βαμβακούλα — βαμβακοπαρογωγικός — βόχα — αλιζαρίνη — βραδιάζει — κατοικημένος — αντιπολεμώ |
|||