|
ο, η зубной врач, стоматолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зубной врач? — οδοντίατρος как на (ново)греческом будет слово стоматолог? — οδοντίατρος как с (ново)греческого переводится слово οδοντίατρος? — зубной врач, стоматолог — επίμικτος — νηπιακός — διαπλοκή — απλοποιώ — ανδρίζω — τσιχλογέρακας — δρομοκόπος — δυσπαρατήρητος — γοργά — κονταρομαχία — ξεσκλαβώνω — συναπτός — ωοειδής — χρωματίνη — σπογγαλιείας — ακροδένω — μεγάθυμος — νευρογλοία — αναμικτήρας — φυτοκομία — αδελφόθεος |
|||