|
тифозный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тифозный? — τυφικός как с (ново)греческого переводится слово τυφικός? — тифозный — φιλδισένιος — έριο — ασπίλωτος — καταβυθίζομαι — ζυθοπότις — γαλάζιος — κρίνομαι — στωμύλος — φαλλί — υδροπότις — αλφαβητικός — οιστρηλασία — πάγω — καταβρεχτήρας — αιδημόνως — αιρετός — ορθός — νωπογραφία — υπνοδωμάτιο — βάδιση — κιβούρι |
|||