|
το солома; === δέν τρώγω ~α — [phrase]я не дурак, я не простак[/phrase]; ζητάω (или γυρεύω) ψύλλους στ' ~α — искать блох, придираться к мелочам; από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί ~α — погов. [phrase]с паршивой овцы хоть шерсти клок[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солома? — άχυρο как с (ново)греческого переводится слово άχυρο? — солома — υποκλοπή — ντερμπεντέρικος — διακαίομαι — μηλόπευκο — καταχειροκροτούμαι — νευροχειρουργική — σκόρπισμα — ρεμπούμπλικα — απογευματίζω — αλγησις — ρέκασμός — φιλανθρωπισμός — σουραυλίζω — βαθιοκοίμητος — σκευοφύλακας — νηπιοκομία — δουλευτάρης — Φιλλανδή — χώσιμο — θανατερός — φραουλιά |
|||