|
веерообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веерообразный? — ριπιδοειδής как с (ново)греческого переводится слово ριπιδοειδής? — веерообразный — πανικοβάλλω — εξοβελιστέος — πρωτοτρώγω — δασονομία — οικτιρμόνως — ραιβοποδία — μαργωσιάρης — φιλόζωος — θάλπος — αμπελοφύλακας — φιλέ — καφενές — δωροδοκία — κέντισμα — θεοποιητικός — ανάρμεχτος — ανδροκρατία — λησταποδόχος — φωτοηλεκτρικός — γυμνά — προσφύομαι |
|||