|
относящийся к совместному обучению #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к совместному обучению? — συνδιδακτικός как с (ново)греческого переводится слово συνδιδακτικός? — относящийся к совместному обучению — πρωτοβγάζω — κακόψυχος — αρνομάνα — μωρολογώ — έκλευκος — Τηλέμαχος — απλοτοπιά — βεστιάριο — πειραχτικός — άνδρας — κυματοθραύστης — συνοίκηση — ολίγο- — πιστοποιούμαι — υπερλυπούμαι — αφιλομάθεια — πιλάτεμα — πράσο — ατλάζι — συγκυριακά — πετροπόλεμος |
|||