Новогреческий словарь
χωρατεύω
χωρατεύω
балагурить, шутить
;
===
δέν ~ει τό κρύο σήμερα — [phrase]сегодня мороз нешуточный[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
балагурить
? —
χωρατεύω
как на
(ново)греческом
будет слово
шутить
? —
χωρατεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
χωρατεύω
? — балагурить, шутить
#
(ново)греческий словарь
—
εμπύρευμα
—
αποπιάνομαι
—
πανεπιστήμων
—
αναχωρητής
—
πόντιση
—
αιρετός
—
πουλακίδα
—
κακόηχος
—
παρόπλισις
—
ψηφοθέτημα
—
ιεροεξεταστικός
—
αλαφράδα
—
αθυσίαστος
—
επιτόπιος
—
ενθουσιάζω
—
μουσικομανής
—
ιερό
—
γριβάδι
—
επιδεινώνομαι
—
αηδονόλαλος
—
πυκνοκατωκημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве