Новогреческий словарь
αναχώνω
αναχώνω
окучивать
(деревья)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
окучивать
? —
αναχώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναχώνω
? — окучивать
#
(ново)греческий словарь
—
λιγδώνω
—
βοδόμυγα
—
ενσφραγίζω
—
γεμάτα
—
παρεισαγωγή
—
περιπολικός
—
καπίστρι
—
εναερίως
—
στρουγκιό
—
έλιξ
—
ξίνισμα
—
κορεννύω
—
τοσούλης
—
παλιρροιόμετρο
—
δραχμοσυντήρητος
—
ξεσέλλωτος
—
ξέθαμμα
—
ορμονικός
—
ολοκληρωτικότητα
—
χλιαίνω
—
κατοπτρίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве