|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγαλματίδιο? — — χωμάς — χαρτονόμισμα — μονόκερως — δίπρακτος — κάμφορα — μουγκρίζω — μασκάρεμα — δεκαμερής — αρκευθίς — πυροδότης — πίκα — οκτάκις — επενδυτής — μάσε — δαμαλιστής — πλοκάμι — ελεγείο — στυφάδα — γραμμόφωνο — αποδαύτος — πελέκηση |
|||