|
το лактоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лактоскоп? — γαλακτοβουτυρόμετρο как с (ново)греческого переводится слово γαλακτοβουτυρόμετρο? — лактоскоп — βούπα — φωταύγεια — λεπτοκάρυο — χιμάω — εξώνω — ανάμεσα — δαμίαστής — χαλκοπρόσωπος — ποτό — υγιώς — μεταξόνιο — τεμαχιστός — ρίνισμα — ξενιτεμένος — δορόκτητος — αγωγνάτικα — παρηγοριά — πασούμι — καταρτισμός — δασοκομία — τρίαινα |
|||