|
1) просеивать; 2) подробно изучать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просеивать? — αποκοσκινίζω как на (ново)греческом будет слово подробно изучать? — αποκοσκινίζω как с (ново)греческого переводится слово αποκοσκινίζω? — просеивать, подробно изучать — μπιστικός — χαραμοφάγος — εξάπλευρο — σιβυλλικός — μακαρονισμός — φασματοσκοπία — στριφογυρνώ — διακόνημα — μώλος — βουρκολακιάζω — κουμπαράς — περιπλεμονία — αποκλεισμός — κατρακύλι — παράγωγο — συκολέβι — αυτο- — τσαγκάρης — ανενόχλητος — απόχηρα — διουρητικό |
|||