|
η сила; δέν έχω ~ νά... — [phrase]нет сил ...; нет мочи ... [/phrase] (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сила? — ανάκαρα как с (ново)греческого переводится слово ανάκαρα? — сила — αλεξίπτωτο — πρισματικός — αροχνοβριθής — τύλωση — συγκρίνομαι — φωτοτοπογράφηση — ελπιδοφόρος — εξαδυνατώ — ονειροπόλος — καλπουζάνος — αθέρμιστος — αναστηθείς — απανωστοιβάζω — αρκούντως — αμφορέας — πρεμούρα — σεβασμιώτατος — παράγωγος — φιλοτιμία — πρόσφατον — εντροπιάζω |
|||