|
το 1) пояс; 2) архит. фриз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пояс? — διάζωμα как на (ново)греческом будет слово фриз? — διάζωμα как с (ново)греческого переводится слово διάζωμα? — пояс, фриз — κρυστάλλιασμα — γαλάρα — παραχαράκτης — ρόταρυ — καλυκοποιείο — διήκω — δίποδο — χρώσις — συγχωροχάρτι — μελομακάρονο — καμινεύτρια — βογγώ — οφειλή — μυρωδάτος — δεκάλεπτο — κοντράτο — αμάργαρος — διττογραφία — ετερόκαρπος — ραδιοτεχνία — μελισσοτρόφος |
|||