|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φτωχοκαλύβα? — — κουφομυαλιά — κονσέρτο — τσιτωτός — φαλτσέττα — βαμμένος — γριτίδικος — κολάστρα — σοδομιτής — επενεργώ — κομπλιμεντόζος — διαγούμισμα — πρωθύστερα — ζυμώτρα — χρυσούχος — σπογγαλιεία — αχρειολογώ — αντεραστής — ωοθηκίνη — Αργεντινή — αρχοντομίλητος — βοτανικός |
|||